Παρασκευή 14 Απριλίου 2017
























Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έλαβαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεισκαταραμένοι.
Ο κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόνταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
- Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν
και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
κι στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ' ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ' αργηροψάλιδο να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα
πήραν το δρόμο το στρατί, στρατί το μονοπάτι
το μονοπάτι τ'ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει^
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Αη-Γιάννη.
- Αφέντ', Αγιάννη, Πρόδρομε, και βαπτιστά του γιου μου
Μήν' είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
- Δεν έχω στόμα να Σου πω, γλώσσα να Σου μιλήσω
δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν' ο Γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τόν(ε) ρωτάει:
- Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;
- Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε, μάνα μ', στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά να την(ε) λάβουν κι άλλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ' ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν' ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Αγιο Τάφο.

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

'Να φιλάς τα παιδιά σου τα βράδια – ακόμα κι αν κοιμούνται'

Να φιλάς τα παιδιά σου τα βράδια,ακόμα κι αν κοιμούνται




Να τα φιλάς για σένα, αυτή τη φορά. Όχι γι’ αυτά. Για να θυμάσαι πάντα τα κλειστά βλέφαρα που βλέπουν όνειρα με νεράιδες και να ανασαίνεις τις παιδικές ανάσες που μυρίζουν τριαντάφυλλο, γλυκό του κουταλιού, γιασεμί και όλες τις υπέροχες ευωδιές του κόσμου. Να αγγίζεις τα μεταξένια μαλλιά τους, να φτιάχνεις καλύτερα τα σκεπάσματα, όχι γιατί χρειάζεται, αλλά για να δώσεις έξτρα φροντίδα που σου περίσσεψε τώρα που κοιμήθηκαν και δεν ξέρεις τι να την κάνεις.
Να πάρεις από τα λυμένα χεράκια τους, το βιβλίο ή την κούκλα που κρατούσαν, να την βάλεις δίπλα τους, όσο ακόμα την θέλουν, όσο δεν κοιμούνται χωρίς την αγκαλιά της, μέχρι να γίνει κι αυτή, με χιλιάδες ακόμα αντικείμενα, τρόπαιο μνήμης.
Να κάθεσαι απαλά δίπλα από το κρεβάτι τους και να τα κοιτάς, όσο έχεις τον χρόνο να το κάνεις. Να ρουφάς αυτές τις στιγμές, να μην τις ξεχάσεις ποτέ, γιατί θα είναι από εκείνες που θα σε τυλίγουν με τη ζεστασιά τους σαν ζεστό ρούχο τις ώρες που θα παγώνεις μέσα σου. Θα είναι το φάρμακό σου τις στιγμές που τίποτα δεν θα πηγαίνει καλά, θα είναι ένα από τα πιο πολύτιμα υλικά από αυτά που συνθέτουν την ψυχή σου.
Και να τα νανουρίζεις σιωπηλά, να τα φιλάς με τα μάτια και να τα φυσάς ούριους άνεμους από μέσα σου για τα ταξίδια που θα κάνουν αύριο, για τις ευκαιρίες που θα έχουν να ξανοιχτούν σε καινούριους χάρτες.
Είναι η καλύτερή σου στιγμή να τους πεις όλα τα ανείπωτα που έχεις μέσα σου γι’αυτά. Όλα εκείνα που δεν λες για να μην γίνεις υπερβολική, κτητική, κουραστική. Όλα εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που δεν τελειώνουν και όλα εκείνα τα «να προσέχεις» που κουδουνίζουν στο μυαλό σου. Όλα τα όνειρά σου γι’ αυτά, και τις ελπίδες σου και τις ευχές σου. Ψιθύρισέ τα τώρα και άστα να φύγουν ψηλά σαν μπαλόνια, κι αυτά θα βρουν το δρόμο τους, μην νοιάζεσαι. Θα γίνουν αόρατες κλωστές που θα ενώσουν όσα πρέπει να ενωθούν.
Κι ύστερα σβήσε το φως, κι άσε εκείνο το μικρό μόνο του διαδρόμου. Και μετά βγες από το δωμάτιο, αθόρυβα, στις μύτες, μην ξυπνήσουν και ξυπνήσουν από το όνειρο που έφτιαξες μαζί τους.
Γι’ αυτό σου λέω. Να φιλάς τα παιδιά σου κάθε βράδυ – κυρίως όταν κοιμούνται.
Να πάρεις από τα λυμένα χεράκια τους, το βιβλίο ή την κούκλα που κρατούσαν, να την βάλεις δίπλα τους, όσο ακόμα την θέλουν, όσο δεν κοιμούνται χωρίς την αγκαλιά της, μέχρι να γίνει κι αυτή, με χιλιάδες ακόμα αντικείμενα, τρόπαιο μνήμης.
Να κάθεσαι απαλά δίπλα από το κρεβάτι τους και να τα κοιτάς, όσο έχεις τον χρόνο να το κάνεις. Να ρουφάς αυτές τις στιγμές, να μην τις ξεχάσεις ποτέ, γιατί θα είναι από εκείνες που θα σε τυλίγουν με τη ζεστασιά τους σαν ζεστό ρούχο τις ώρες που θα παγώνεις μέσα σου. Θα είναι το φάρμακό σου τις στιγμές που τίποτα δεν θα πηγαίνει καλά, θα είναι ένα από τα πιο πολύτιμα υλικά από αυτά που συνθέτουν την ψυχή σου.
Και να τα νανουρίζεις σιωπηλά, να τα φιλάς με τα μάτια και να τα φυσάς ούριους άνεμους από μέσα σου για τα ταξίδια που θα κάνουν αύριο, για τις ευκαιρίες που θα έχουν να ξανοιχτούν σε καινούριους χάρτες.
Είναι η καλύτερή σου στιγμή να τους πεις όλα τα ανείπωτα που έχεις μέσα σου γι’αυτά. Όλα εκείνα που δεν λες για να μην γίνεις υπερβολική, κτητική, κουραστική. Όλα εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που δεν τελειώνουν και όλα εκείνα τα «να προσέχεις» που κουδουνίζουν στο μυαλό σου. Όλα τα όνειρά σου γι’ αυτά, και τις ελπίδες σου και τις ευχές σου. Ψιθύρισέ τα τώρα και άστα να φύγουν ψηλά σαν μπαλόνια, κι αυτά θα βρουν το δρόμο τους, μην νοιάζεσαι. Θα γίνουν αόρατες κλωστές που θα ενώσουν όσα πρέπει να ενωθούν.
Κι ύστερα σβήσε το φως, κι άσε εκείνο το μικρό μόνο του διαδρόμου. Και μετά βγες από το δωμάτιο, αθόρυβα, στις μύτες, μην ξυπνήσουν και ξυπνήσουν από το όνειρο που έφτιαξες μαζί τους.
Γι’ αυτό σου λέω. Να φιλάς τα παιδιά σου κάθε βράδυ – κυρίως όταν κοιμούνται.

Να πάρεις από τα λυμένα χεράκια τους, το βιβλίο ή την κούκλα που κρατούσαν, να την βάλεις δίπλα τους, όσο ακόμα την θέλουν, όσο δεν κοιμούνται χωρίς την αγκαλιά της, μέχρι να γίνει κι αυτή, με χιλιάδες ακόμα αντικείμενα, τρόπαιο μνήμης.
Να κάθεσαι απαλά δίπλα από το κρεβάτι τους και να τα κοιτάς, όσο έχεις τον χρόνο να το κάνεις. Να ρουφάς αυτές τις στιγμές, να μην τις ξεχάσεις ποτέ, γιατί θα είναι από εκείνες που θα σε τυλίγουν με τη ζεστασιά τους σαν ζεστό ρούχο τις ώρες που θα παγώνεις μέσα σου. Θα είναι το φάρμακό σου τις στιγμές που τίποτα δεν θα πηγαίνει καλά, θα είναι ένα από τα πιο πολύτιμα υλικά από αυτά που συνθέτουν την ψυχή σου.
Και να τα νανουρίζεις σιωπηλά, να τα φιλάς με τα μάτια και να τα φυσάς ούριους άνεμους από μέσα σου για τα ταξίδια που θα κάνουν αύριο, για τις ευκαιρίες που θα έχουν να ξανοιχτούν σε καινούριους χάρτες.
Είναι η καλύτερή σου στιγμή να τους πεις όλα τα ανείπωτα που έχεις μέσα σου γι’αυτά. Όλα εκείνα που δεν λες για να μην γίνεις υπερβολική, κτητική, κουραστική. Όλα εκείνα τα «σ’ αγαπώ» που δεν τελειώνουν και όλα εκείνα τα «να προσέχεις» που κουδουνίζουν στο μυαλό σου. Όλα τα όνειρά σου γι’ αυτά, και τις ελπίδες σου και τις ευχές σου. Ψιθύρισέ τα τώρα και άστα να φύγουν ψηλά σαν μπαλόνια, κι αυτά θα βρουν το δρόμο τους, μην νοιάζεσαι. Θα γίνουν αόρατες κλωστές που θα ενώσουν όσα πρέπει να ενωθούν.
Κι ύστερα σβήσε το φως, κι άσε εκείνο το μικρό μόνο του διαδρόμου. Και μετά βγες από το δωμάτιο, αθόρυβα, στις μύτες, μην ξυπνήσουν και ξυπνήσουν από το όνειρο που έφτιαξες μαζί τους.
Γι’ αυτό σου λέω. Να φιλάς τα παιδιά σου κάθε βράδυ – κυρίως όταν κοιμούνται.

(Αποστολία Καζάζη)